- σομφόν
- σομφόςspongymasc acc sgσομφόςspongyneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Эммелика — Эммелика, эммелия (греч. ἐμμέλεια «эммелия», от ἐμμελής внутримелодический, присущий мелосу; в переносном смысле «гармоничный», «стройный») в античной гармонике совокупность звуков, пригодных для музыки. В отличие от экмелики, эммелические звуки… … Википедия
σομφός — ή, ό / σομφός, ή, όν, ΝΑ σπογγώδης, πορώδης νεοελλ. φρ. «σομφό ξύλο» βοτ. τα εξωτερικά ζωντανά και λειτουργικά στρώματα τού δευτερογενούς ξυλώματος τών δέντρων, τα οποία επιτελούν τη λειτουργία μεταφοράς νερού και ανόργανων θρεπτικών αλάτων στο… … Dictionary of Greek